- περιπαπταίνοντες
- περιπαπταίνωlook timidly roundpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπαπταίνω — Α βλέπω γύρω γύρω με φόβο ή με δειλία («πολλάκις ἐκ νηῶν πέλαγος περιπαπταίνοντες», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παπταίνω «περιβλέπω, περισκοπώ»] … Dictionary of Greek